Άνθρωποι που λένε παραμύθια ή βγάζουν βόλτα τον σκύλο. Γυναίκες που κολυμπάνε με τον Ιησού ή νανουρίζονται απ’ το ροχαλητό του άντρα τους. Άντρες που κάνουν τζόκινγκ ή ονειρεύονται νυχτερινές κολυμβήτριες. Παιδιά που κρύβονται σε παλιές φωτογραφίες ή βλέπουν αράχνες στην κουζίνα. Πρόσφυγες που σιχαίνονται τη μυρωδιά της βενζίνης ή γράφουν ποιήματα. Αυτοί που ακούν τη φωνή τους μες στο σπίτι. Αυτοί που ζωγραφίζουν νεκρά ζώα. Αυτοί που τρώνε όλο το γλυκό τους και μετά εξαφανίζονται. Αυτοί είναι οι ήρωες ετούτων των δεκατριών ιστοριών μαγικού ρεαλισμού. Αναμετρώνται με όνειρα και φόβους δίπλα στη θάλασσα. Παλεύουν με τους απόηχους του θανάτου. Με τα απόνερα του έρωτα. Περπατάνε μόνοι σε κάποια παραλία, κάποιου νησιού, χειμώνα καλοκαίρι. Μέχρι να γίνουν ένα με το φως και τον αέρα. Ή μέχρι να τους πάρει η νύχτα.
Η Κώμη είναι μια εξορία ουτοπική και πολύ αληθινή. Μια αποικία Ελλήνων στο πουθενά. Μια κλειστή κοινότητα υποτιθέμενης αφθονίας, με ιδρυτές τους Πατέρες. Εκείνο που δίνει ζωή στην κοινότητα, και ξέρει να την αφαιρεί, είναι το Φυτό. Ο μοναδικός λόγος που βρίσκονται εκεί. Το Φυτό και η συγκομιδή του είναι θεμέλιος λίθος και σκοπός των κατοίκων της. Δεν υπάρχουν ονόματα στην Κώμη, μόνο βαθμοί και ιδιότητες των ανθρώπων. Μια ιεραρχημένη κοινωνία στο σταυροδρόμι μιας αλλαγής. Ο γιος του Κοινοτάρχη, του σπουδαιότερου Πατέρα του τόπου που πέθανε πρόσφατα, καταφτάνει στην Κώμη. Έρχεται από τον έξω κόσμο και είναι αποφασισμένος να τα ανατρέψει όλα. Να ξεσκεπάσει την υποκρισία και τη φρίκη. Να συγκρουστεί με το κατεστημένο και να τη μεταμορφώσει. Ένα στοχαστικό μυθιστόρημα που αφήνει τον αναγνώστη να πλοηγηθεί στα μεγάλα ερωτήματα του ανθρώπου. Μια αφήγηση που συναρπάζει με το αλληγορικό της ύφος και τον φιλοσοφικό της χαρακτήρα. Στο πρώτο του μυθιστόρημα, ο συγγραφέας μάς αφηγείται μια ιστορία διαρκούς αναζήτησης, ανάμεσα στο ρίζωμα και την απουσία.