Λου Αντρέας-Σαλομέ (Lou Andreas-Salomé)
Γεννήθηκε στην Αγία Πετρούπολη το 1861 και πέθανε στο Γκέτινγκεν το 1937. Μεγάλωσε σε αστικό αριστοκρατικό περιβάλλον και με μητρική γλώσσα τη γερμανική. Μέντορας της νεότητάς της ήταν ο ολλανδός πάστορας Χέντρικ Γκιλότ, ο οποίος την εισάγαγε στη φιλοσοφική σκέψη. Το 1880 μεταβαίνει, συνοδευόμενη από τη μητέρα της, στη Ζυρίχη, τη Μέκκα των διανοούμενων γυναικών της εποχής, όπου ξεκινά σπουδές Φιλοσοφίας, Θεολογίας και Ιστορίας της Τέχνης. Έναν χρόνο αργότερα διακόπτει τις σπουδές της για λόγους υγείας και μεταβαίνουν με τη μητέρα της στη Ρώμη, όπου θα γνωριστεί με τους Πάουλ Ρέε και Φρίντριχ Νίτσε. Η Λου αντιλαμβάνεται βαθιά τη φιλοσοφία του Νίτσε και επηρεάζεται βαθιά απ' αυτήν και στο δικό της έργο. Το 1894 εκδίδει το βιβλίο Ο Φρίντριχ Νίτσε μέσα από τα έργα του, ενώ στο πρώτο της λογοτεχνικό έργο, Στον αγώνα για τον Θεό, εντοπίζονται ξεκάθαρες νιτσεϊκές επιρροές. Το 1887 παντρεύεται τον καθηγητή Ανατολικών Γλωσσών και Πολιτισμών Φρίντριχ Καρλ Αντρέας, έχοντας απορρίψει την πρόταση γάμου των Νίτσε και Ρέε. Την ίδια εποχή διατηρεί επαφές με τους κύκλους των γερμανών νατουραλιστών του Βερολίνου και μοιράζεται μαζί τους θέματα κριτικής του πολιτισμού. Ταξιδεύει πολύ και δραστηριοποιείται ως δημοσιογράφος, δοκιμιογράφος και συγγραφέας. Η δεκαετία του 1890 είναι πολύ παραγωγική λογοτεχνικά για τη Λου Αντρέας Σαλομέ. Εκδίδονται τα πεζά της Ruth, Μέσα από μια ξένη ψυχή, Φένιτσκα, Παιδιά των ανθρώπων, Μα, ένα πορτρέτο που την καθιστούν γνωστή και πολυσυζητημένη συγγραφέα. Άτομο με ιδιαίτερη αίσθηση για την αυτονομία και την ανεξαρτησία, ασχολείται με το θέμα της εσωτερικής διαμάχης των νέων γυναικών μεταξύ των ξεπερασμένων πεποιθήσεων και μιας νέας γυναικείας συνείδησης. Η Σαλομέ ασχολήθηκε συστηματικά, εκτός από το γυναικείο ζήτημα, με θέματα τέχνης, ερωτισμού, ψυχανάλυσης και κριτικής του σύγχρονου πολιτισμού, και δημοσίευσε σχετικά άρθρα και μελέτες σε σημαντικά περιοδικά της εποχής. Το έργο της εκτιμήθηκε και διαβάστηκε στον καιρό του, περιέπεσε ωστόσο σε λήθη μετά τον θάνατό της, για να ανακαλυφθεί εκ νέου στη δεκαετία του 1970.